- λευκοσώματος
- λευκο-σώμᾰτος, ον,A of white substance,
ἄρτοι Antiph.176.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρτοι Antiph.176.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκοσώματος — λευκοσώματος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από λευκή ουσία … Dictionary of Greek
λευκοσωμάτους — λευκοσώματος of white substance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek